λευκωματούχος

λευκωματούχος
ος, ο[ν] содержащий белок, белковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λευκωματούχος" в других словарях:

  • λευκωματούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει λεύκωμα, πρωτεϊνούχος …   Dictionary of Greek

  • λευκωματώδης — ες (Α λευκωματώδης, ῶδες) [λεύκωμα] νεοελλ. λευκωματούχος αρχ. αυτός που πάσχει από λεύκωμα …   Dictionary of Greek

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»